Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΘΕΟΓΟΝΙΑ ΤΟΥ…ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ.

     Στην αρχή ήταν το Χάος. Μετά εμφανίστηκε αυθόρμητα η Μουσική. Αυτή με παρθενογένεση έκανε τον Μάρκο που εμφανίστηκε κρατώντας ένα τρίχορδο μπουζούκι κι ένα τεφτέρι γεμάτο από στίχους.
     Μεταξύ του Μάρκου και της Μουσικής αναπτύχθηκε  ειδύλλιο  κι ένας μεγάλος φλογερός έρωτας  οδήγησε στη  δημιουργία μεγάλων τραγουδιών όπως: «Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά», «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Χαράματα η ώρα τρεις».
     Αυτή η μεγάλη περίοδος που ακολούθησε ονομάστηκε από τους ανθρώπους ως «Ρεμπέτικο τραγούδι».
     Κάθε μέρα ο Μάρκος ζευγάρωνε με τη Μουσική και γεννιόνταν τραγούδια που τραγουδιόνταν από τα στόματα όλων των ανθρώπων γιατί εκφράζαν όλες τις πτυχές της ζωής τους: την αγάπη, τη χαρά, τον πόνο τη δυστυχία, την πείνα και τον θάνατο.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ,
                           δε σε θέλω και πάρε και δρόμο και τράβα στο καλό

Θα πάω να έβρω μια σπηλιά  με πέτρες και με χώμα
                            εκεί θ’ αφήσω κόκαλα,          κόκαλα, ζωή ψυχή και σώμα

    Τα χρόνια περνούσαν ευτυχισμένα όμως η αγάπη και η έλξη μεταξύ του Μάρκου και της Μουσικής είχε ελαττωθεί βαθμηδόν.Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι είχε εμφανισθεί ένας νεαρός από τα Τρίκαλα, όμορφος, που  έδειχνε να έχει μεγάλο ταλέντο στη  σύνθεση αλλά και ξεπερνούσε τον Μάρκο σε ταχύτητα.
     Η Μουσική γοητευμένη από το Βασίλη (έτσι ήταν τ’ όνομά του) τον ερωτεύτηκε παράφορα και παράτησε τον Μάρκο που τα τραγούδια του τώρα της φέρνανε και κούραση και νύστα. Άλλωστε τα χρόνια είχαν περάσει και δεν έγραφε πλέον όπως παλιά: κάτι επαναλήψεις και αντιγραφές των μεγάλων του τραγουδιών ήτανε, τίποτα σπουδαίο.
     Ο Μάρκος πληγωμένος αποτραβήχτηκε και παρόλο που συνέχισε να παίζει και να γράφει τραγούδια ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να συναγωνισθεί τον καινούριο αγαπημένο της Μουσικής ούτε σε έμπνευση ούτε σε γρηγοράδα ούτε ακόμα και σε στίχους.
     Ο Βασίλης από τα Τρίκαλα πια ήταν ο σύντροφος της Μουσικής και από την ένωση των προέκυψαν αθάνατα αριστουργήματα όπως: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Αρχόντισσα», «Αχάριστη» (υπάρχει μια φήμη ότι ο Μάρκος το είχε γράψει όταν τον παράτησε η Μουσική), «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό» (κι εδώ η ανάλογη φήμη),τα σόλα «Ατελείωτο» (εδώ υπάρχει η πληροφορία ότι ο Βασίλης είχε τέτοια έμπνευση που δε σταματούσε να βάζει διάφορα θέματα με αποτέλεσμα να μη μπορεί να το τελειώσει γι αυτό και ο τίτλος του), «Τα ωραία του Τσιτσάνη».
     Ήταν ολοφάνερο πως μια καινούρια εποχή είχε αρχίσει, μια άνθιση του τραγουδιού με το νέο ζευγάρι Μουσική-Βασίλης κυριαρχούσε στο στερέωμα και όλα τα μάτια και τ’ αυτιά ήταν στραμμένα πάνω τους. Αυτή η εποχή ονομάστηκε από τους ανθρώπους ως «Λαϊκό τραγούδι». Ο Μάρκος, ξεχασμένος, θύμιζε γυναίκα που δεν τη θέλει κανείς.

Πονώ σαν συλλογίζομαι             τα όμορφα τα βράδια,
που μου ’δινες γλυκά- γλυκά        όρκους, φιλιά και χάδια

Και με τη σειρά σου θα ’σαι  θύμα
θα το πληρωθείς


       Ποιος σηκώνεται απ’ το τραπέζι ή το κρεβάτι με την ίδια όρεξη που είχε πριν καθίσει. Σίγουρα, όχι η Μουσική. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα και ότι ανθίζει αναπόφευκτα μαραίνεται, η αγάπη ξεφτίζει δεν κρατάει για πολύ. Έτσι και ο Βασίλης με τον καιρό και τα χρόνια στην πλάτη του δε θύμιζε τίποτα από τον νεαρό με το σπινθηροβόλο βλέμμα, τη φρεσκάδα και τη γοητεία που διέθετε. Η μια βαρετή μέρα ακολουθούσε την ίδια επόμενη, η Μουσική είχε πια βαρεθεί και το ενδιαφέρον της τραβούσε κάποιος Μανώλης (λένε ότι ήταν από τη Χίο).
     Αυτός είχε μια πρωτοποριακή ιδέα : προσέθεσε στο μπουζούκι άλλη μια σειρά χορδών, το έκανε τετράχορδο και άλλαξε το κούρδισμα του όπως της κιθάρας όμως ένα τόνο παρακάτω που λέμε. Ενώ πριν ήταν ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ το έκανε ΡΕ-ΛΑ-ΦΑ-ΝΤΟ  πράγμα που του ‘δωσε μεγαλύτερη ταχύτητα στο παίξιμο. Επίσης έβαλε μαγνήτη έτσι ώστε να ακούγεται πιο δυνατά, χωρίς να σκάβει, όπως λέμε, και να είναι πιο εύκολο το παίξιμο του μπουζουκιού.
     Ένα φλερτ  είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους και οδήγησε γρήγορα σε μεγάλο πάθος. Ο Βασίλης είχε χάσει τη θέση του από τον Μανώλη στην καρδιά και το κορμί της Μουσικής. Η αθάνατη Θεά δε λυπήθηκε τον Βασίλη και τον… παράτησε.
     Ο Μανώλης ήταν το κέντρο του κόσμου, μεγάλες του δημιουργίες : «Περασμένες μου αγάπες», «Λαός και Κολωνάκι», «Ποτέ δε θέλω πια να ξαναρθείς», «Πολλές φορές», «Ηλιοβασιλέματα» παίζονταν στα σαλόνια, τα περισσότερα είχαν ενδιάμεσα σόλα που έπαιζε μοναδικά ο Μανώλης και αποτελούν σήμερα τον βραχνά των μπουζουξήδων.
    Γρήγορα ξεχάστηκε ο Βασίλης και ο προκάτοχος του Μάρκος που λειτουργούσαν σαν ανάμνηση μιας παλιάς εποχής, όσο για την καινούρια ονομάστηκε από τους ανθρώπους ως «Μοντέρνο τραγούδι» κυρίως από τους latin ρυθμούς που έβαλε ο Μανώλης στα τραγούδια του.



Αυτά που λες εγώ τ ’ακούω βερεσέ
           τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα
και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε
  ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα

Απόψε μοναχά αγάπησέ με
        κι ύστερα φύγε, ποιος είμαι μη ρωτάς

     
   Μα η μοίρα κυβερνά κι ο Μανώλης με τον καιρό είχε την ίδια τύχη με τους πρώην εραστές της Μουσικής τον Μάρκο και τον Βασίλη. Μάλιστα κουρασμένη από το έντονο πάθος που έζησε μ’ αυτούς αποτραβήχτηκε από τον κόσμο και εμφανιζόταν σπάνια με κάποιον νέο εραστή, όχι όμως για πολύ καιρό. Φαίνεται πως κανένας από αυτούς δεν είχε το ταμπεραμέντο των τριών μεγάλων :Μάρκος-Βασίλης-Μανώλης και για να τους τιμήσει τους έκανε αθάνατους. 
   Τώρα αν ρωτάτε πού τα ξέρω ή τα άκουσα όλα αυτά σαν λέω ότι  είδα τη Μουσική στον ύπνο μου και μου διηγήθηκε τη Θεογονία του…μπουζουκιού!